- εὐρυχωρής
- εὐρύχωροςroomymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυχωρής — εὐρυχωρής, ές (Α) ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χωρής (< χώρος)] … Dictionary of Greek
παυλωνία — (παουλοβνία ή παυλωβνία η αυτοκρατορική). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των σκροφουλαριιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Ιαπωνία, απ’ όπου μεταφέρθηκε το 1834 στην Ευρώπη· στην Ελλάδα λίγα δέντρα π. συναντιώνται διάσπαρτα σε κήπους και… … Dictionary of Greek